Ο Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger, Κίσιντζερ για τους Αμερικανούς) υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της παγκόσμιας διπλωματίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου κι ένας από τους κορυφαίους διανοητές των διεθνών σχέσεων τον 20ό αιώνα. Επηρέασε αποφασιστικά τη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από το 1969 έως το 1976, επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ, ως σύμβουλος για ζητήματα εθνικής ασφάλειας (1969-1975) και υπουργός Εξωτερικών (1973-1977).
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, «οραματιστής» για τους υποστηρικτές του, «εγκληματίας πολέμου» για τους αντιπάλους του, ο «σοφός» με τη σκυφτή σιλουέτα παρέμενε πάντα αναγνωρίσιμος με το χοντρό σκελετό των γυαλιών του, αλλά και δραστήριος μέχρι τον θάνατό του. Στην Ελλάδα δεν διατηρεί καλό όνομα, από την εποχή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, την οποία ενθάρρυνε.
Τα πρώτα χρόνια και οι σπουδές
Εβραϊκής καταγωγής, ο Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ γεννήθηκε στο Φιρτ της Βαυαρίας στις 27 Μαΐου 1923 από πατέρα δάσκαλο και μητέρα που φρόντιζε τα του οίκου. Από μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα, τη γνωστή στους ποδοσφαιρόφιλους Γκρόιτερ Φιρτ, εξού και η μεγάλη του αγάπη για το άθλημα τα κατοπινά χρόνια. Το 1938 μετανάστευσε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ, για να σωθεί από τους διωγμούς που είχαν εξαπολύσει οι Ναζί κατά των Εβραίων και το 1943 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα, αλλάζοντας το Χάιντς σε Χένρι.
Σπούδασε λογιστικά στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετείχε μεταπολεμικά στη διοίκηση του αμερικανικού τομέα των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής στην ηττημένη Γερμανία.
Το 1950 αποφοίτησε από το Χάρβαρντ με πτυχίο πολιτικής επιστήμης και τέσσερα χρόνια αργότερα αναγορεύτηκε διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου. Το 1962 έγινε καθηγητής πολιτειολογίας στο Χάρβαρντ και υπηρέτησε ως διευθυντής του Προγράμματος Σπουδών Εθνικής Άμυνας από το 1959 έως το 1969. Παράλληλα, από το 1955 έως το 1968 ήταν σύμβουλος διαφόρων κρατικών υπηρεσιών σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, κατά τη διάρκεια της προεδρίας των Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον.
«Πυρηνικά όπλα και εξωτερική πολιτική»
Το βιβλίο του «Πυρηνικά όπλα και εξωτερική πολιτική» («Nuclear Weapons and Foreign Policy», 1957) τον επέβαλε ως κορυφαία αυθεντία σε ζητήματα στρατηγικής των ΗΠΑ. Αντιτάχθηκε στην πολιτική του σχεδιασμού πυρηνικών «μαζικών αντιποίνων» σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, που είχε χαράξει ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Τζον Φόστερ Ντάλες, αντιπροτείνοντας μια «ευέλικτη απάντηση» («flexible response») που θα συνδύαζε τη χρησιμοποίηση τακτικών πυρηνικών όπλων με συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων ανάλογα με τις στρατηγικές ανάγκες.
Σ’ ένα επόμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Η ανάγκη επιλογής» («The Necessity for Choice», 1960), ο Κίσινγκερ περιόριζε την αρχή της ευέλικτης αντίδρασης στις συμβατικές μόνο δυνάμεις και προειδοποιούσε για τον κίνδυνο δημιουργίας ενός «πυραυλικού κενού» μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ. Οι ιδέες που ανέπτυξε σε αυτό το βιβλίο του επηρέασαν σημαντικά την πολιτική της κυβέρνησης Κένεντι.
Βοηθός του προέδρου Νίξον
Τον Δεκέμβριο του 1968 ο Κίσινγκερ ανέλαβε βοηθός του προέδρου Νίξον σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Χρημάτισε επίσης πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (1969-1975) και υπουργός Εξωτερικών (22 Σεπτεμβρίου 1973 – 20 Ιανουαρίου 1977). Αναδείχθηκε γρήγορα ως η κυριότερη φυσιογνωμία από άποψη επιρροής στους κόλπους της κυβέρνησης Νίξον. Τις μεγαλύτερες διπλωματικές του επιτυχίες σημείωσε στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, τη Σοβιετική Ένωση, το Βιετνάμ και τη Μέση Ανατολή.
Εφάρμοσε πολιτική ύφεσης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, που οδήγησε τελικά στις συνομιλίες για μείωση των στρατηγικών εξοπλισμών, τις γνωστές ως SALT (Strategic Arms Limitation Talks), το 1969. Τάχθηκε στο πλευρό του Πακιστάν στον Ινδο-Πακιστανικό Πόλεμο του 1971 και άνοιξε τον δρόμο μιας προσέγγισης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας το 1972, πραγματοποιώντας την πρώτη επαφή των ΗΠΑ με την αχανή χώρα της Άπω Ανατολής από την άνοδο του Μάο Τσε Τουνγκ στην εξουσία το 1949.
Ο ρόλος του στον πόλεμο του Βιετνάμ
Μολονότι στην αρχή υποστήριζε μια σκληρή γραμμή απέναντι στο Βιετνάμ και συνέδεσε το όνομά του με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς της Καμπότζης (1969-1970), έπαιξε αργότερα βασικό ρόλο στην πολιτική αποδιεθνοποίησης του βιετναμικού πολέμου που εγκαινίασε ο πρόεδρος Νίξον, με την απαγκίστρωση και αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Νότιο Βιετνάμ και την αντικατάστασή τους από νοτιοβιετναμικές δυνάμεις.
Στις 23 Ιανουαρίου 1973, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τους Βορειοβιετναμέζους στο Παρίσι, ο Κίσινγκερ υπέγραψε εκ μέρους των ΗΠΑ τη «Συμφωνία Τερματισμού του Πολέμου και Αποκατάστασης της Ειρήνης του Βιετνάμ». Για την επιτυχία του αυτή, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης το 1973 (ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στην ιστορία του θεσμού), το οποίο μοιράστηκε με τον Βορειοβιετναμέζο διαπραγματευτή Λε Ντουκ Θο που το αποποιήθηκε.
Μετά τον Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1973, ο Κίσινγκερ εφάρμοσε εκείνο που αποκλήθηκε «shuttle diplomacy» (διαμεσολαβητική διπλωματία με συνεχείς στους δύο αντιμαχόμενους), με την οποία πέτυχε την αμοιβαία αποχώρηση των αντιπάλων στρατευμάτων και προώθησε τη σύναψη ανακωχής ανάμεσα στους εμπολέμους. Στις δραστηριότητές του οφείλεται επίσης η επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ και Αιγύπτου, που είχαν διακοπεί το 1967. Ο Κίσινγκερ παρέμεινε στη θέση του μετά την παραίτηση του Νίξον το 1974, λόγω του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ, διευθύνοντας την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του διαδόχου του Τζέραλντ Φορντ.
Ο “σκοτεινός” Κίσινγκερ
Όμως η εικόνα του άνδρα με τη βραχνή φωνή και την προφορά που κληρονόμησε από τη γερμανική καταγωγή του παραμένει σκοτεινή και συνδεδεμένη με σκοτεινές σελίδες της ιστορίας των ΗΠΑ, όπως η υποστήριξη στο στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοτσέτ στη Χιλή (1973), η εισβολή της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ (1975), ο Πόλεμος του Βιετνάμ και η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (Αττίλας 1 και 2).
Αφού αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική το 1977, όταν στην εξουσία επανήλθαν οι Δημοκρατικοί υπό τον Τζίμι Κάρτερ, ο Κίσινγκερ συνέχισε τη δραστηριότητά του παρέχοντας τις συμβουλές του σε διεθνή ζητήματα, μέσω της εταιρείας του Kissinger Associates, γράφοντας βιβλία και δίνοντας διαλέξεις. Το 1983 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν τον διόρισε επικεφαλής μιας εθνικής επιτροπής για την Κεντρική Αμερική, γεγονός που επέσυρε επικρίσεις τόσο της Αριστερός (για τον ρόλο του Κίσινγκερ στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ), όσο και της Δεξιάς (για τον ρόλο του στη χαλάρωση της έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης το 1969).
Τα βιβλία
Στα βιβλία που έγραψε αργότερα ο Κίσινγκερ συμπεριλαμβάνονται: «Η αμερικανική εξωτερική πολιτική» («American Foreign Policy», 1969), «Τα χρόνια στον Λευκό Οίκο» («The White House Years», 1979), «Για την Ιστορία» («For the Record», 1981), «Ηγεσία» («Leadership», 2002), «Διπλωματία» («Diplomacy», 2003), «Ο Πόλεμος του Βιετνάμ 1955-1975» («Ending the Vietnam War: A History of America’s Involvement in and Extrication from the Vietnam War», 2003), «Παγκόσμια Τάξη» («World Order, 2014»), «Η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και το ανθρώπινο μέλλον μας» («The age of AI and our human future», 2021).
Στις βιογραφίες που έχουν γραφτεί για τον Κίσινγκερ συμπεριλαμβάνονται εκείνες των Μάρβιν και Μπέρναρντ Καλμπ («Kissinger», 1974) και τα βιβλία των Σέιμουρ Χερς «The Price of Power» (1983), κριτική μελέτη της δημόσιας δράσης του και Κρίστοφερ Χίτσενς «The Trial of Henry Kissinger» (2001), που απαριθμεί τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του Κίσινγκερ.
Ο Χένρι Κίσινγκερ πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2023 στο Κεντ του Κονέκτικατ , σε ηλικία 100 ετών. Είχε παντρευτεί δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο παιδιά.
Πηγή: www.sansimera.gr