Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν (Abimael Guzmán) υπήρξε ο ιστορικός ηγέτης της μαοϊκής ανταρτικής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» («Sendero Luminoso» στα Ισπανικά), που έσπειρε τον τρόμο επί πολλά χρόνια στο Περού. Τον αποκαλούσαν «Πολ Ποτ των Άνδεων», λόγω των ωμοτήτων που διέπραττε η οργάνωσή του, ενώ οι πολυπληθείς οπαδοί του «Τέταρτο Ξίφος» της κομμουνιστικής σκέψης, μετά τους Μαρξ, Λένιν και Μάο.


Φιλόσοφος και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, ήταν ο άνθρωπος που κήρυξε πόλεμο στο κράτος, με αποτέλεσμα έναν από τους αιματηρότερους εμφυλίους στη Λατινική Αμερική για σχεδόν μια εικοσαετία.


Νεανικά χρόνια και σπουδές


Ο Μανουέλ Ρουμπέν Αμπιμαέλ Γκουσμάν Ρεϊνόσο γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1934 στην παραθαλάσσια πόλη Μογιέντο της επαρχίας Αρεκίπα του Περού. Ήταν νόθος γιος ενός πλούσιου επιχειρηματία και η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν μικρό παιδί.


Αρίστευσε ως μαθητής, αλλά έδειξε μικρό ενδιαφέρον για την πολιτική μέχρι τα τέλη της εφηβείας του, όταν άρχισε να συναναστρέφεται με αριστερούς διανοούμενους. Έγινε προστατευόμενος του ζωγράφου Κάρλος ντε λα Ρίβα, ο οποίος ήταν θαυμαστής του Στάλιν, κι εντάχθηκε στο Περουβιανό Κομμουνιστικό Κόμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950.


Σπούδασε φιλοσοφία και δίκαιο και αποφοίτησε με τη διατριβή «Η Καντιανή θεωρία του χώρου και το αστικό δημοκρατικό κράτος». Το 1962 διορίστηκε καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Σαν Κριστόμπαλ δε Ουαμάνγκα, στο Αγιακούτσο, μία από τις πιο απομακρυσμένες και φτωχότερες περιοχές της χώρας. Άρχισε να πραγματοποιεί εβδομαδιαίες πολιτικές συζητήσεις με φοιτητές και συναδέλφους του και μιλούσε με πάθος ενάντια στις αδικίες της περουβιανής κοινωνίας και την ανάγκη να επαναστατήσουν οι ινδιάνοι αγρότες.


Η δημιουργία της οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι»


Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ομάδα συζητήσεων είχε μετατραπεί σε πολιτική παράταξη μαοϊκών τάσεων με την ονομασία Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού.


Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν με άλλα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι»Αποστολή του ήταν να οικοδομήσει τον κομμουνισμό, ακολουθώντας τα διδάγματα του Μάο, ο οποίος υποστήριζε ότι μία επιτυχής κομμουνιστική επανάσταση δεν απαιτούσε ένα βιομηχανοποιημένο αστικό προλεταριάτο. Αντίθετα, μια αγροτική προβιομηχανική κοινωνία θα μπορούσε να μετατραπεί σε μία σύγχρονη κομμουνιστική κοινωνία με το ν’ αποκτήσει η αγροτιά πολιτική συνείδηση.


Η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο ενίσχυσε τη βούλησή του να εγκαθιδρύσει ένα παρόμοιο σύστημα στο Περού. Η ονομασία «Φωτεινό Μονοπάτι», με το οποίο έγινε γνωστή η αντάρτικη οργάνωσή του, οφείλεται στον συμπατριώτη του συγγραφέα και πολιτικό Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, ιδρυτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Εργατικής Συνομοσπονδίας του Περού, ο οποίος είχε δηλώσει ότι «Ο Μαρξισμός-Λενινισμός είναι το φωτεινό μονοπάτι του μέλλοντος».


Το κίνημά του βρήκε πρόσφορο έδαφος στους ιθαγενείς, τους «ξεχασμένους» της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1969 και τους σπουδαστές που αποφοιτούσαν από το πανεπιστήμιο λαμβάνοντας ένα άχρηστο πτυχίο, λόγω των φυλετικών και γλωσσικών διακρίσεων. Το 1979 πέρασε στην παρανομία, με σκοπό να φέρει την επανάσταση από την ύπαιθρο στις πόλεις και να ανατρέψει την κυβέρνηση μέσω ένοπλου αγώνα.


Το αντάρτικο και τα φρικτά εγκλήματα του Γκουσμάν


Στις 17 Μαΐου 1980, το Φωτεινό Μονοπάτι ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο, με μία συμβολική ενέργεια: Έκαψε τις κάλπες σ’ ένα χωριό των Άνδεων, την παραμονή των πρώτων εκλογών που θα διεξάγονταν στη χώρα έπειτα από 12 χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας. Οι αντάρτες, που ήταν πολύ καλά οργανωμένοι, αρχικά βρήκαν στήριξη στους χωρικούς, στους οποίους διένεμαν γη.


Αφίσα του «Φωτεινού Μονοπατιού» για την επέτειο των πέντε χρόνων από την έναρξη του ένοπλου αγώναΌμως η κατάσταση εκφυλίστηκε, με τις δολοφονίες χωρικών και αρχηγών τοπικών κοινοτήτων. Η μαοϊκή οργάνωση γινόταν ολοένα και πιο ολοκληρωτική, καθώς δεν δίσταζε να στρατολογεί ακόμη και μικρά παιδιά ή να καλλιεργεί κόκα και να σφαγιάζει τους λιποτάκτες.


Ο Γκουσμάν σφυρηλάτησε την εικόνα ενός σκληρού και αδυσώπητου επαναστάτη, λόγω των εκτελέσεων χωρικών και των πυρπολήσεων χωριών που αρνούνταν να στηρίξουν τους αντάρτες.


Μεταξύ των χειρότερων επιθέσεων της αντάρτικης οργάνωσή του ήταν η δολοφονία, το 1984, 117 χωρικών στο Σόρας, στην περιοχή του Αγιακούτσο και η έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου, το 1992, σε μια συνοικία της πρωτεύουσας Λίμα, όπου σκοτώθηκαν 25 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 150. Ο περουβιανός στρατός, που κινητοποιήθηκε από το 1982 κατά του Γκουσμάν, κατηγορήθηκε επίσης για εγκλήματα εναντίον των αμάχων πολιτών.


Η σύλληψη, η δίκη και η ισόβια καταδίκη


Τελικά, ο Γκουσμάν και οκτώ ηγετικά στελέχη του συνελήφθησαν στη Λίμα στις 12 Σεπτεμβρίου 1992, επί προεδρίας του Αλμπέρτο Φουχιμόρι (1990-2000), ο οποίος είχε εξαπολύσει σκληρή επίθεση στο Φωτεινό Μονοπάτι. Μετά τη σύλληψη του Γκουσμάν και την παρουσίασή του στον Τύπο μέσα σ’ ένα κλουβί, η δράση του «Φωτεινού Μονοπατιού» περιορίστηκε σημαντικά.


O Γκουσμάν φρουρούμενος μέσα σε κλουβίΔικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια από στρατοδικείο, οι δικαστές του οποίου είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. Η δίκη ακυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο του Περού και επαναλήφθηκε το 2006.


Ωστόσο, στη δίκη αυτή παρουσιάστηκε μια πολύ διαφορετική εικόνα του Γκουσμάν. Ο υπαρχηγός του, Όσκαρ Ραμίρες, έκανε τότε λόγο για έναν «δειλό, αλκοολικό και μεμψίμοιρο» άνθρωπο, ανίκανο να πατήσει τη σκανδάλη ενός όπλου. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, όπως και στη δίκη που ακολούθησε το 2018.


Το 2010 παντρεύτηκε μέσα στη φυλακή σε δεύτερο γάμο την Ελένα Ιπαραγκίρε, την υπαρχηγό του, που είχε συλληφθεί μαζί του και καταδικάστηκε επίσης σε ισόβια κάθειρξη.


Το 2003 η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης (CVR) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί ή οι αγνοούμενοι από τις συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των ανταρτών του «Φωτεινού Μονοπατιού», αλλά και της αντίπαλης αντάρτικης οργάνωσης, του Επαναστατικού Κινήματος Τουπάκ Αμάρου (γκεβαριστές), ανέρχονταν σε περίπου 70.000.


Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 2021 στη φυλακή υψίστης ασφαλείας της ναυτικής βάσης του Καλάο, κοντά στη Λίμα, σε ηλικία 76 ετών.

Πηγή: www.sansimera.gr