Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Alexander Dubček) ήταν σλοβάκος κομμουνιστής πολιτικός, ο οποίος ηγήθηκε της Τσεχοσλοβακίας από τις 5 Ιανουαρίου 1968 έως τις 17 Απριλίου 1969 ως πρώτος Γραμματέας του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας (ΚΚΤ). Οι πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του για «έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», προκάλεσαν την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1968 και την καταστολή της λεγόμενης «Άνοιξης της Πράγας».
Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1921 στο Ούχροβετς της Σλοβακίας, που τότε αποτελούσε τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Γιος ξυλουργού και δραστήριου μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στη Σοβιετική Ένωση και συγκεκριμένα στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Κιργιζίας (σημερινό Κιργιστάν), όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του για να βοηθήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην περιοχή αυτή της Κεντρικής Ασίας.
Μετά την επιστροφή της οικογένειάς του στην πατρίδα το 1938 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετείχε στην αντίσταση κατά της ναζιστικής κατοχής. Μετά τον πόλεμο άρχισε να ανέρχεται σταθερά στην ιεραρχία του κόμματος, έχοντας προηγουμένως σπουδάσει οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα (1955-1958).
Η άνοδος στην εξουσία
Το 1958 εκλέχτηκε γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής στην Μπρατισλάβα και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής τόσο του Σλοβακικού όσο και Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στη συνέχεια εκλέχτηκε πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σλοβακίας και μέλος του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας.
Τον Οκτώβριο του 1967, στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής στην Πράγα, ο Ντούμπτσεκ αμφισβήτησε την ηγεσία του γενικού γραμματέα Αντονίν Νόβοτνι και αφού εξασφάλισε την υποστήριξη του κόμματος, τον διαδέχθηκε ως κοινής αποδοχής στις 5 Ιανουαρίου 1968. Αμέσως μετά την εκλογή του, ο Ντούμπτσεκ κλήθηκε στη Μόσχα, όπου διαβεβαίωσε την υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ σοβιετική ηγεσία ότι η εσωτερική και εξωτερική πολιτική του ΚΚΤ θα παρέμενε αμετάβλητη.
Η «Άνοιξη της Πράγας»
Όμως άλλες ήταν οι βουλές του νέου ηγέτη της Τσεχοσλοβακίας. Ο Ντούμπτσεκ έκρινε ως λανθασμένη την πολιτική που είχε εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια και είχε στο επίκεντρό της την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας εις βάρος της βιομηχανίας καταναλωτικών ειδών, επειδή είχε οδηγήσει σε στασιμότητα το βιοτικό επίπεδο στη χώρα.
Το πρόγραμμά του στηριζόταν στον περιορισμό του ρόλου του κράτους, στην εξασφάλιση οικονομικής ελευθερίας και την ενθάρρυνση του επιχειρηματικού πνεύματος. Ταυτόχρονα, έκανε λόγο για ανάληψη πρωτοβουλιών των εργαζομένων στην παραγωγή.
Στους πρώτους μήνες του 1968 δόθηκε μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης στον τσεχοσλοβακικό Τύπο και αποκαταστάθηκαν τα θύματα των πολιτικών εκκαθαρίσεων της σταλινικής περιόδου. Στις 9 Απριλίου ανακοινώθηκε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα που ονομάστηκε «Πορεία της Τσεχοσλοβακίας προς τον Σοσιαλισμό».
Το πρόγραμμα εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής της χώρας που πρότεινε ο Ντούμπτσεκ («σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο») αφορούσε την παροχή πολιτικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και τη δημιουργία ομοσπονδιακής δομής για τη συνύπαρξη της Σλοβακίας και της Τσεχίας στην ίδια πολιτειακή οντότητα (ομοσπονδία αντί για ενιαίο κράτος).
Οι αντιδράσεις και η σοβιετική εισβολή
Όμως το πρόγραμμά του συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις, τόσο στον κρατικό μηχανισμό, όσο και στο κόμμα. Πολλοί συντηρητικοί που έβλεπαν επιφυλακτικά ή και αρνητικά τις μεταρρυθμίσεις που ευαγγελιζόταν ο Ντούμπτσεκ, ακόμη κι αν συμφωνούσαν μαζί του, από το φόβο ενδεχόμενης επέμβασης της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, το μικρό χρονικό διάστημα που έμεινε ο Ντούμπτσεκ στην εξουσία ήταν περίοδος συγκρούσεων μεταξύ ανανεωτών και συντηρητικών για τον έλεγχο του κράτους.
Οι μεταρρυθμίσεις του Ντούμπτσεκ προκάλεσαν ανησυχία στην μητρόπολη του σοσιαλισμού, τη Σοβιετική Ένωση. Από τις 29 Ιουλίου μέχρι τις 2 Αυγούστου 1968, ο Ντούμπτσεκ με τον Μπρέζνιεφ είχαν σειρά συναντήσεων στη σλοβακική πόλη Τσιέρνα, προκειμένου να εξομαλύνουν τις διαφορές τους. Οι συζητήσεις τους που έληξαν με δευτερεύοντες συμβιβασμούς από την πλευρά του Ντούμπτσεκ, επικυρώθηκαν από άλλους Ανατολικοευρωπαίους κομμουνιστές ηγέτες στην Μπρατισλάβα στις 3 Αυγούστου 1968.
Δεν πέρασαν παρά λίγες ημέρες και η Σοβιετική Ένωση με τη συνδρομή των συμμάχων χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (εκτός από την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Ανατολική Γερμανία) εισέβαλαν στη χώρα τη νύχτα της 20ής προς 21η Αυγούστου, σε εφαρμογή του «Δόγματος Μπρέζνιεφ», γνωστού και ως «δόγματος περί περιορισμένης κυριαρχίας». Ο Ντούμπτσεκ και πέντε άλλα μέλη του Προεδρείου συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, όπου οι σοβιετικοί απέσπασαν με πιέσεις μεγαλύτερες παραχωρήσεις από αυτούς.
Η πτώση
Μετά την επιστροφή του στην Πράγα, ο Ντούμπτσεκ, που βρισκόταν σε αδύναμη θέση, απηύθυνε συγκινητικό λόγο στους συμπατριώτες του, ζητώντας τη συνεργασία τους. Βαθμιαία οι υποστηρικτές του απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους και στις 17 Απριλίου του 1969 ο Ντούμπτσεκ υποβιβάστηκε από πρώτος γραμματέας του κόμματος σε πρόεδρο της ομοσπονδιακής Βουλής. Την εξουσία ανέλαβαν οι σκληροπυρηνικοί του κόμματος, με επικεφαλής τον Γκούσταβ Χούζακ.
Μέσα στο 1969 ο Ντούμπτσεκ τοποθετήθηκε πρεσβευτής στην Τουρκία με την κρυφή ελπίδα των αντιπάλων του ότι θα διαφύγει στη Δύση. Όταν αυτό δεν συνέβη, ανακλήθηκε στην Πράγα και διαγράφηκε από το ΚΚΤ τον Ιούνιο του 1970. Από τα τέλη του 1970 άρχισε να εργάζεται ως δασοφύλακας στην Μπρατισλάβα.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και στην Τσεχοσλοβακία το 1989 εξελέγη τιμητικά πρόεδρος της ομοσπονδιακής Εθνοσυνέλευσης και επανεξελέγη το 1990 και 1992. Την ίδια χρονιά ηγήθηκε του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Σλοβακίας, αλλά δεν άσκησε σοβαρή επιρροή στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1992 τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα και στις 7 Νοεμβρίου του ίδιου έτους άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Πράγας, σε ηλικία 70 ετών. Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ περιέγραψε τα πολιτικά γεγονότα που έζησε στο βιβλίο του «Η σοβιετική επέμβαση» (1990) και στην αυτοβιογραφία του «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» (1993).
Πηγή: www.sansimera.gr