Η ανεξερεύνητη ιστορία της acid house και η επιρροή του Ινδού μουσικού που δημιούργησε τον δίσκο που θεωρείται από πολλούς ότι προανήγγειλε την εμφάνιση του είδους, παρά τη χαμηλή αρχική αναγνώρισή του.
Η σύνδεση μουσικών ειδών με συγκεκριμένα μέρη αποτελεί συχνά έναν εύκολο τρόπο για να κατανοήσουμε την εμφάνιση νέων, σχεδόν «ξένων» ηχητικών concept. Αυτό σίγουρα ίσχυε με την εμφάνιση της acid house στις αρχές της δεκαετίας του ’80: ένα είδος άγνωστο, πρωτοφανές και αναμφισβήτητα καινοτόμο.
Το avant-garde ηχητικό τοπίο της, με επίκεντρο το συνθεσάιζερ μπάσων Roland TB-303 και τον χαρακτηριστικό ήχο του, συχνά αποδίδεται στις underground σκηνές του Σικάγο. Ήταν όμως πράγματι αυτή η γενέτειρα του εμβληματικού πλέον είδους;
Σε συζητήσεις για την ιστορία του είδους, πιθανότατα θα έχετε ακούσει για τους Sleezy D και Phuture ως τους σημαιοφόρους της acid house, καθώς το τραγούδι τους «Acid Trax» του 1987 θεωρείται συχνά ως το αρχέτυπο της σκηνής.
Ωστόσο, το άλμπουμ που κάποιοι θεωρούν ως την πραγματική απαρχή της acid house προηγείται κατά πέντε χρόνια. Το άλμπουμ «Ten Ragas To A Disco Beat» του Charanjit Singh δημιουργήθηκε στη Βομβάη την Ινδίας το 1982 με έναν συνδυασμό Roland TB-303 και Roland TR-808.
Το άλμπουμ περιείχε όλα τα στοιχεία που σύντομα θα χαρακτήριζαν την acid house: ρυθμό four-on-the-floor και μία πληθώρα συνθεσάιζερ να χορεύουν γύρω του.
Ίσως η παρανόηση σχετικά με τις πραγματικές ρίζες της acid house να οφείλεται στη χαμηλών τόνων προσέγγιση του Charanjit Singh για τη μουσική καινοτομία του.
Σε μία συνέντευξή του στον Guardian το 2011, ο Singh είχε πει: «Υπήρχε πολλή disco μουσική στις ταινίες το 1982, οπότε σκέφτηκα γιατί να μην κάνω κάτι διαφορετικό χρησιμοποιώντας μόνο disco μουσική. Μου ήρθε η ιδέα να παίξω όλες τις ινδικές raga και να δώσω στο beat ένα disco ύφος – και να απενεργοποιήσω την τάμπλα. Και το έκανα. Και βγήκε καλό».
Το Roland TB-303 κυκλοφόρησε το 1981 και η θέση του στη μουσική βιομηχανία το 1982 ήταν ακόμη πειραματική. Όταν λοιπόν ο Singh αγόρασε ένα Roland TB-303 στη Σιγκαπούρη το 1981, ήταν από τους πρώτους που τον χρησιμοποίησαν στη διαδικασία ηχογράφησης.
Φυσικά, η αρχική δημιουργική διαδικασία του με το όργανο στράφηκε σε οικεία μονοπάτια και άρχισε να πειραματίζεται με τον ήχο της disco και την ινδική μουσική raga.
Όπως οι μουσικές κλίμακες, έτσι και η μουσική raga αποτελεί ένα μελωδικό πλαίσιο για αυτοσχεδιασμό στην Ινδία και, ως εκ τούτου, τον ιδανικό σύντροφο για ένα ηλεκτρονικό όργανο που προσφέρει σταθερή ηλεκτρονική έξοδο, αλλά με μία πρωτόγνωρη ηχητική σύνθεση.
Σε συμφωνία με την αυτοσχεδιαστική φύση της raga, η προσέγγιση του Charanjit Singh ήταν σχετικά αυθόρμητη και η εκμάθηση του οργάνου ακούγεται στο τελικό αποτέλεσμα: «Στο σπίτι, εξασκούμουν με τον συνδυασμό και σκέφτηκα: “Ακούγεται καλό – γιατί να μην το ηχογραφήσω;”», ανέφερε.
Από τότε, ο θρύλος του «Ten Ragas To A Disco Beat» συνεχίζει να ζει σε διαδικτυακά μουσικά φόρουμ, με τους λάτρεις να συζητούν για τον δίσκο και να υπερασπίζονται τη θέση του ως γενάρχη της αγαπημένης πλέον acid house.
Μέχρι και τον θάνατό του το 2015, ο Singh παρέμενε σεμνός για το έργο του. Σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι συνωμοσιολόγοι αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα της μουσικής καινοτομίας του, ερμηνεύοντας την «υποτίμηση» του έργου του ως ένδειξη ενοχής.
Όταν κυκλοφόρησε το 1982, το άλμπουμ «Ten Ragas To A Disco Beat» δεν σημείωσε εμπορική αποτυχία και δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον του κοινού παρά μόνο όταν ο Edo Bouman το επανακυκλοφόρησε το 2010.
Όπως ακριβώς και με το «Cold Fact» του Sixto Rodriguez, η δίψα για πληροφορίες στην ψηφιακή εποχή δημιούργησε μία κοινότητα ακροατών που θέλησαν να μάθουν περισσότερα για την προέλευση σημαντικών μουσικών ειδών και ανακάλυψαν το «Ten Ragas To A Disco Beat».
Σαράντα χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του και λαμβάνοντας υπόψη την άγνοια γύρω από το έργο του Charanjit Singh και τη σημασία του στην εξέλιξη της σύγχρονης μουσικής, ένα ερώτημα παραμένει: Τι έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο, το μουσικό μάρκετινγκ ή η ίδια η μουσική;
Πηγή: postmelody.gr