Η Ρωσίδα Μάγια Πλισέτσκαγια θεωρείται μία από τις κορυφαίες χορεύτριες του κλασικού μπαλέτου. Διακρίθηκε για την εξαίρετη τεχνική της, την εκφραστικότατη κίνηση των χεριών και το χάρισμά της να συνδυάζει την ηθοποιία με τον χορό. Ήταν η μία από τις μόνο δύο μπαλαρίνες της Σοβιετικής Ένωσης που έχουν τιμηθεί με τον τίτλο «Η Απόλυτη Πρίμα Μπαλαρίνα» (η άλλη ήταν η Γκαλίνα Ουλάνοβα).
Η Μάγια Πλισέτσκαγια γεννήθηκε στις 20η Νοεμβρίου 1925 στη Μόσχα σε οικογένεια χορευτών και δασκάλων του χορού από τη μητρική πλευρά. Ο πατέρας της, Μιχαήλ Πλισίτσκι, ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος κι εκτελέστηκε το 1938, κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών του Στάλιν. Η εβραϊκής καταγωγής μητέρα της Ραχήλ Μέσερερ ήταν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου και είχε μεταφερθεί σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Καζακστάν ως «μέλος της οικογένειας ενός προδότη της πατρίδας». Έτσι, τη φροντίδα της μικρής Μάγιας ανέλαβαν ο θείος και η θεία της.
Σε νεαρή ηλικία έγινε δεκτή στο Μπολσόι, όπου γρήγορα ξεχώρισε από τις συμμαθήτριές της. Σπούδασε με δασκάλες τη Γιελισαβέτα Γκερντ και την Αγκριπίνα Βαγκάνοβα και αποφοίτησε το 1943. Το 1945 έγινε πρώτη χορεύτρια και το 1960 διαδέχθηκε την Γκαλίνα Ουλάνοβα στην κορυφή της ιεραρχίας του μπαλέτου.
Έξοχη και ευφυέστατη στον τρόπο που ερμήνευε τα σημαντικότερα έργα του ρεπερτορίου του Μπολσόι, διακρίθηκε επιπλέον επειδή αψηφούσε το σοβιετικό καθεστώς, που χαρακτήριζε «σκανδαλώδη» τον τρόπο που ερμήνευε ορισμένες χορογραφίες.
Το ρεπερτόριό της περιλάμβανε έργα του κλασικού μπαλέτου, όπως «Δον Κιχώτης», «Ζιζέλ», «Η ωραία κοιμωμένη» και «Η Λίμνη των Κύκνων». Υπήρξε από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες του χορευτικού σόλο «Ο Θάνατος του Κύκνου» σε μουσική Σεν Σανς και χορογραφία Φοκίν. Το 1968, σε συνεργασία µε τον Σεργκέι Ραντσένκο, ανέβασε τη «Σουίτα της Κάρμεν» σε μουσική Μπιζέ και χορογραφία του Κουβανού Αλμπέρτο Αλόνσο.
Το 1975 εμφανίστηκε στις Βρυξέλλες µε τα Μπαλέτα του 20ού αιώνα στο «Μπολερό» του Ραβέλ, σε χορογραφία του Μορίς Μπεζάρ, µε τον οποίο συνεργάστηκε επίσης στο ανέβασμα του μπαλέτου «Ιζαντόρα» (1977) προς τιμήν της Ισιδώρας Ντάνκαν. Δημιούργησε τη χορογραφία «Άννα Καρένινα» (1972), εμπνευσμένη από το έργο του Τολστόι σε μουσική του συζύγου της Ροντιόν Σεντρίν.
Χορογράφησε επίσης τα µπαλέτα «Ο γλάρος» {1980) από το έργο του Τσέχοφ (σε μουσική Σεντρίν), «Φαίδρα» (1985) των Κοκτό, Ορίκ και Λιφάρ και «Η κυρία µε το σκυλάκι» (1986), από το έργο του Τσέχοφ σε μουσική του συζύγου της.
Η Μάγια Πλισέτσκαγια χόρευε για τουλάχιστον 50 χρόνια στο Μπολσόι, ξεπερνώντας κατά πολύ τα ηλικιακά όρια στα οποία συνήθως αποσύρονται οι ρωσίδες μπαλαρίνες. Το 2005, σε ηλικία 80 ετών, χόρεψε στο Κρεμλίνο το «Ave Maia» που της είχε αφιερώσει ο Μορίς Μπεζάρ. Έλαβε μέρος στις περιοδείες του Μπολσόι στις ΗΠΑ, στην Ινδία, στην Κίνα και σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Οι ερμηνείες της έχουν αποτυπωθεί στις ταινίες «Αστέρια του ρωσικού μπαλέτου» (1953), «Η Λίμνη των Κύκνων» (1957) και «Η Πλισέτσκαγια χορεύει» (1966).
Η Μάγια Πλισέτσκαγια πέθανε από καρδιακή ανακοπή στις 2 Μαΐου 2015 στο Μόναχο, σε ηλικία 89 ετών.
Πηγή: www.sansimera.gr