Ο Μανουέλ ντε Φάλια (Manuel de Falla) ήταν ο πρώτος ισπανός συνθέτης που δημιούργησε αυθεντική έντεχνη μουσική, χρησιμοποιώντας φολκλορικά στοιχεία (κάντε χόντο, φλαμένκο) και συνδυάζοντάς τα με τις πλέον εκλεπτυσμένες ενόργανες μουσικές δομές.
Ο «Μάγος Έρωτας» («El amor brujo», 1915), μπαλέτο παντομίμας που γράφτηκε για τη διάσημη ερμηνεύτρια του φλαμένκο Παστόρα Ιμπέριο και οι «Νύχτες στους Κήπους της Ισπανίας («Noches en los jardines de Espana», 1916), αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο την ικανότητα του Ντε Φάλια να μετατρέπει τις πλέον αυθεντικές εμπνεύσεις σε οικουμενική τέχνη.
Μαδρίτη
Ο Μανουέλ ντε Φάλια γεννήθηκε στην πόλη Κάδιθ της Ανδαλουσίας στις 23 Νοεμβρίου 1876. Ήταν γόvos καταλανοανδαλουσιανής οικογένειας και πήρε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τη μητέρα του.
Στη γενέτειρά του άρχισε σπουδές αρμονίας και σύνθεσης, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1890 μετακόμισε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε τη μουσική παιδεία του στο πιάνο και τη σύνθεση με δάσκαλο τον Φελίπε Πεδρέλ, ο οποίος του μετέδωσε τον ενθουσιασμό του για την ισπανική θρησκευτική μουσική τού 16ου αιώνα, τη λαϊκή μουσική και την ισπανική όπερα.
Το 1899 κέρδισε το βραβείο πιάνου στο Ωδείο της Μαδρίτης και το 1905 το βραβείο σύνθεσης με την όπερα «Σύντομη ζωή» («La Vida Breve»), την οποία δεν κατόρθωσε ν’ ανεβάσει στη Μαδρίτη, ενώ κατάφερε αντίθετα να την ανεβάσει αργότερα, και μάλιστα με επιτυχία, στο Παρίσι.
Παρίσι και επιστροφή στη Μαδρίτη
Το 1907 οι περιοδείες του ως πιανίστα τον οδήγησαν στο Παρίσι, όπου γοητευμένος από την καλλιτεχνική ζωή, παρέμεινε για επτά ολόκληρα χρόνια, συναναστρεφόμενος δημιουργούς όπως ο Ντεμπισί, ο Ραβέλ, ο νεαρός Στραβίνσκι, ο Ντικά – που τον αποκαλούσε «κατάμαυρο Ισπανάκι» εξαιτίας του ύψους του και του τρόπου ντυσίματος – και ο συμπατριώτης του Πάμπλο Πικάσο. Στη γαλλική πρωτεύουσα δημοσίευσε τα πρώτα του πιανιστικά κομμάτια, καθώς και τραγούδια.
Το 1914, με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ντε Φάλια επέστρεψε στη Μαδρίτη, όπου ένα χρόνο αργότερα ανέβασε τον «Μάγο Έρωτα». Οι «Νύχτες στους κήπους της Ισπανίας» (1916), σουίτα για πιάνο και ορχήστρα, ζωντανεύουν την ανδαλουσιανή ατμόσφαιρα μέσω μιας ερωτικής και υποβλητικής ενορχήστρωσης.
Μετά τον πόλεμο γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, όπως με το μπαλέτο «Το τρίκοχο καπέλο» («El sombrero de tres picos») που γράφτηκε το 1919 για τα Ρωσικά Μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ, σε σκηνογραφία του Πικάσο. Όλα αυτά τα έργα καθιέρωσαν διεθνώς τον ντε Φάλια ως τον κορυφαίο ισπανό συνθέτη.
Γρανάδα
Το 1919 ο Μανουέλ ντε Φάλια εγκαταστάθηκε στη Γρανάδα, σ’ ένα σπίτι κοντά στο ανάκτορο της Αλάμπρα. Εκεί έζησε είκοσι χρόνια μία ήσυχη ζωή, περιστοιχισμένος από στενό κύκλο φίλων, μεταξύ των οποίων και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Τα χρόνια διαμονής του στη Γρανάδα ο Ντε Φάλια ανέπτυξε μία όλο και βαθύτερη σχέση με την ισπανική μουσική, αφομοιώνοντάς την και αναδεικνύοντάς την σε έργα όπως η όπερα για μαριονέτες «Το κουκλοθέατρο του μαστρο-Πέδρο» («El retablo de Maese Pedro», 1923) και το «Κοντσέρτο για τσέμπαλο και πέντε όργανα» (1926). Το πρώτο φανερώνει την επίδραση του Στραβίνσκι και το δεύτερο απηχεί επιρροές από τον Ντομένικο Σκαρλάτι.
Το ύφος του ντε Φάλια ήταν τότε περισσότερο νεοκλασικό παρά ρομαντικό, πάντα όμως βαθιά ισπανικό (καστιλιάνικο μάλλον παρά ανδαλουσιανό). Από το 1928 και μετά, ο συνθέτης αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη δραματική καντάτα «Η Ατλαντίδα» («Atlántida»), την οποία όμως άφησε ημιτελή. Μετά τον θάνατό του το έργο αυτό συμπλήρωσε ο ισπανός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας Ερνέστο Αλφτέρ.
Ο Μανουέλ Ντε Φάλια ήταν βαθιά ευσεβής, υπερευαίσθητος και συνεσταλμένος. Οι πολιτικές αναταραχές της δεκαετίας του 1930 στην Ισπανία, που κορυφώθηκαν με τον Εμφύλιο Πόλεμο, του κόστισαν τόσο ώστε αρρώστησε και αποφάσισε ν’ αποσυρθεί από το «φρενοκομείο του 20ού αιώνα», ως άλλος ερημίτης.
Αργεντινή
Τον Οκτώβριο του 1939 αποδέχθηκε πρόταση για μία σειρά συναυλιών στην Αργεντινή. Στη χώρα αυτή βρήκε ένα ήσυχο σπίτι στα βουνά, όπου αποφάσισε να εγκατασταθεί, έχοντας για συντροφιά την αδελφή του.
Έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του και πέθανε στην Αργεντινή στις 14 Νοεμβρίου 1946. Η σορός του μεταφέρθηκε και κείται σε κρύπτη του Καθεδρικού Ναού του Κάδιθ.
Πηγή: www.sansimera.gr