Ο Νίκος Γιούτσος υπήρξε ενός από τους κορυφαίους και θεαματικότερους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων. Για μια δεκαετία με την ερυθρόλευκη φανέλα (1964-1974) πρόσφερε μαγικές στιγμές και γκολ, κατέκτησε τίτλους και δοξάστηκε όσο λίγοι από τον κόσμο του Ολυμπιακού.


Εκρηκτικός ποδοσφαιριστής και παθιασμένος μαχητής μέσα στο παιχνίδι, ο Γιούτσος, δεινός ντριπλέρ και σκόρερ, με οξυδέρκεια και σπάνια ευφυΐα στο παιχνίδι του, θα ξεχωρίσει για τον «καλπασμό» του στον άξονα του γηπέδου και για τις κατά μέτωπο επελάσεις του, που πολλές φορές κατέληγαν στο να περάσει και τον τερματοφύλακα και να μπαίνει με την μπάλα στα δίχτυα. Γι’ αυτό και όταν έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, όλο το γήπεδο σηκωνόταν και άρχιζε να φωνάζει «Έμπαινε Γιούτσο»!


Ο Γιούτσος έγινε σύνθημα στα χείλη των φίλων του Ολυμπιακού με το αλησμόνητο «Έμπαινε Γιούτσο»Στην πλούσια καριέρα του, ο Νίκος Γιούτσος κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974) και 4 Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973). Είναι ο πέμπτος κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών του Ολυμπιακού, πίσω από τους Σιδέρη, Αναστόπουλο, Αλεξανδρή και Τζόρτζεβιτς. Η επισήμανση του Φέρεντς Πούσκας στην «Αθλητική Ηχώ», ενώ ήταν προπονητής του Παναθηναϊκού, ότι ο Γιούτσος και ο Δομάζος είναι οι καλύτεροι έλληνες ποδοσφαιριστές, είναι δηλωτική της μεγάλης αξίας του.


Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι (Κονομπλάτι πριν από το 1928) της Καστοριάς και παιδάκι ακόμη βρέθηκε στη «καρδιά» των μαχών του Εμφυλίου Πολέμου. «Τα δικά μας μέρη τα ήλεγχαν οι αντάρτες. Κάποια στιγμή που θα γίνονταν οι μεγάλες επιχειρήσεις στο Γράμμο και στο Βίτσι, είπαν στα χωριά να φύγει ο κόσμος και να γυρίσουν όταν θα περάσει η μπόρα. Ε, γυρίσαμε πίσω μεγάλοι πια, μετά από πολλά χρόνια», έχει περιγράψει ο ίδιος αυτή τη σκληρή εποχή.


Τα πρώτα του βήματα στο ουγγρικό ποδόσφαιρο


Με τους γονείς του βρέθηκε ως πρόσφυγας στην κομμουνιστική τότε Ουγγαρία κι εκεί, σε μια ελληνική ομάδα που δημιούργησαν οι εξόριστοι, την «Όλυμπος», ο νεαρός Μίκλος (Νίκος στα ουγγρικά), θα αρχίσει να ξεδιπλώνει το ποδοσφαιρικό ταλέντο του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Τσέπελ, που έσπευσαν να τον αποκτήσουν.


Έτσι, στα 18 του βρέθηκε στη Βουδαπέστη να παίζει στα «σαλόνια» του μαγυάρικου ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις του ήταν εντυπωσιακές και ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής Λάγιος Μπάροτι τού ζητά να πάρει την ουγγρική υπηκοότητα, ώστε να τον εντάξει στην Εθνική ομάδα. Ο νεαρός Γιούτσος αρνήθηκε. Δεν ήθελε να ξεριζώσει την Ελλάδα από μέσα του!


Ήδη όμως το 1964 όταν το όνομά του είχε γίνει γνωστό στην Ελλάδα, από ανθρώπους που ταξίδευαν στην Ουγγαρία κι ενθουσιάστηκαν όταν τον είδαν να μαγεύει με την μπάλα στα πόδια. Ένας από αυτούς το είπε στον γιατρό και παράγοντα της ΑΕΚ Βασίλη Χατζηγιάννη, ένας άλλος στον εκδότη της εφημερίδας «Φως των Σπορ» Θεόδωρο Νικολαΐδη.


Η περιπετειώδης μεταγραφή στον Ολυμπιακό


Ολυμπιακός και ΑΕΚ ενδιαφέρθηκαν για την απόκτησή του, αλλά το ευτύχημα για την πειραϊκή ομάδα ήταν πως τότε είχε ούγγρο προπονητή στον πάγκο της, τον Ναντόρ Τσιέρνα, ο οποίος φυσικά είχε και τις ανάλογες διασυνδέσεις στην πατρίδα του. Και διέθετε κι ένα «ατού» η «ερυθρόλευκη» διοίκηση, τον Άρη Χρυσαφόπουλο, προπολεμικό διεθνή άσο της ομάδας, ο οποίος τώρα ήταν ένας από τους στενούς συνεργάτες του προέδρου Γιώργου Ανδριανόπουλου.


Ο Χρυσαφόπουλος γνωριζόταν καλά με υψηλόβαθμο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, από την εποχή που και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο του Νταχάου. Στην υπόθεση μπήκε κι ένα στέλεχος της ΕΔΑ, φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού κι έτσι η μεταγραφή άρχισε να κυλάει, παρά τις γραφειοκρατικές δυσκολίες.


Τότε όμως ήταν που ξέσπασε και η κινδυνολογία στην Ελλάδα. Οι αντίπαλες ομάδες και κυρίως ένας μεγαλοπαράγοντας του Παναθηναϊκού, άρχισαν να μιλάνε για «σχέδιο επαναπατρισμού των κομμουνιστών στην Ελλάδα» και πως ο Γιούτσος ήταν απλώς το πρόσχημα για να ανοίξει αυτή η «κερκόπορτα». Μάλιστα, το θέμα έφτασε ως τη Βουλή και κάποιες εφημερίδες της εποχής, εναρμονισμένες σε αυτό το πνεύμα, άρχισαν να τον γράφουν επιδεικτικά «Γιουτσώφ» μόνο και μόνο για να θυμίζει Σοβιετική Ένωση και κομμουνισμό.


Ο Γιούτσος ούτε μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά την ημέρα που έφτανε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αλλού σκάλωσε ο ίδιος. Όταν τον ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις και στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού και είδε τον ρουχισμό και τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό των προπονήσεων, θέλησε να το βάλει στα πόδια. Καμία σχέση με όλα εκείνα που άφηνε πίσω του, σε μια χώρα που τότε πρωταγωνιστούσε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και διέθετε εξελιγμένες υποδομές. Είχε αφήσει και τη γυναίκα του Λιάνα στη Βουδαπέστη, έγκυο να περιμένει το παιδί τους κι έτρεξε αμέσως στην πρεσβεία να βγάλει τη βίζα επιστροφής.


Τελικά η μεταγραφή ολοκληρώθηκε, κανένα «σχέδιο επαναπατρισμού κομμουνιστών» δεν επιβεβαιώθηκε και ο Νίκος Γιούτσος εξελίχθηκε σ’ έναν από τους κορυφαίους έλληνες ποδοσφαιριστές, «σημαία» του Ολυμπιακού και με μεγάλη προσφορά στην Εθνική ομάδα. Ακριβώς λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών που προέκυψαν τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα, καθώς προερχόταν από μια κομμουνιστική χώρα, το ντεμπούτο του Νίκου Γιούτσου καθυστέρησε.


Έγινε τελικά στις 10 Ιανουαρίου 1965, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κόντρα στην ομάδα που προσπάθησε να εμποδίσει τη μεταγραφή του, τον Παναθηναϊκό. Οι δυο «αιώνιοι» αναδείχτηκαν ισόπαλοι 1-1, αλλά ο ίδιος άλλο είχε να θυμάται. «Πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε απαράδεκτες χυδαιότητες όπως “παλιοκομμουνιστή σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο», θα δηλώσει σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις του.


Συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο και η κατάκτηση του Πρωταθλήματος


Πάντως, μέχρι το τέλος της σεζόν θα γίνει πραγματικότητα ένα όνειρό του, για το οποίο είχε θυσιάσει μια θέση στη μεγάλη Εθνική Ουγγαρίας. Ο Γιούτσος θα κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα και θα κάνει την πρώτη εμφάνιση στις 23 Μαΐου 1965 στη Μόσχα, κόντρα στη Σοβιετική Ένωση για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966. Ο αγώνας θα λήξει με 3-1 υπέρ των Σοβιετικών.


Ο Ολυμπιακός της σεζόν 1965-66. Ο Ν. Γιούτσος καθιστός, δεύτερος από αριστερά. (πηγή: Intime)Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Ολυμπιακός είχε έξι χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, αλλά το σκηνικό θα αλλάξει ριζικά το καλοκαίρι του 1965, όταν στον Πειραιά θα έρθει ο Μάρτον Μπούκοβι. Ο Μαγυάρος «δάσκαλος» θα δημιουργήσει μία από τις θεαματικότερες και πιο επιθετικές ομάδες που είδαν ποτέ οι έλληνες φίλαθλοι.


Κινητήριος μοχλός έμελλε να γίνει ο Γιούτσος, καθώς ο Μπούκοβι εκμεταλλευόμενος τα πολλαπλά χαρίσματα του ποδοσφαιριστή του, έστησε εκείνη την ομάδα πάνω και γύρω από αυτόν, περίπου όπως είχε κάνει με τον Ναντόρ Χιντεγκούτι στη ΜΤΚ και την Εθνική Ουγγαρίας. Ο τίτλος ήρθε από την πρώτη χρονιά, έστω κι αν ήταν βγαλμένος μέσα από ταινία θρίλερ κι έφερε «φαρδιά-πλατιά» την υπογραφή του Νίκου Γιούτσου.


Τρεις αγωνιστικές πριν από το τέλος του πρωταθλήματος οι «αιώνιοι» αντίπαλοι κονταροχτυπιούνταν στην κορυφή της βαθμολογίας, με τον Ολυμπιακό να πρέπει να κερδίσει και τα τρία υπολειπόμενα παιγνίδια για να στεφθεί πρωταθλητής. Πρώτο εμπόδιο ο Πανσερραϊκός και όπως αποδείχθηκε ήταν και το πιο δύσκολο, έστω κι αν το ματς έγινε στο στάδιο Καραϊσκάκη.


Ο Σιδέρης έβαλε γρήγορα το πρώτο γκολ, όμως οι Σερραίοι ισοφάρισαν κι από εκεί και πέρα άρχισε το δράμα. Ο Ολυμπιακός έκλεισε τον Πανσερραϊκό μέσα στην περιοχή του και τον «βομβάρδισε» από παντού, αλλά γκολ δεν έμπαινε. Οι ευκαιρίες χάνονταν, ο τερματοφύλακας έπιανε τα άπιαστα και είχε «σύμμαχο» και τα δοκάρια, που τράνταξαν δύο φορές.


Και όσο πλησίαζε το τέλος, το άγχος και η αγωνία είχαν σκεπάσει το φαληρικό γήπεδο. Πρώτο λεπτό καθυστερήσεων και άλλη μία φάση διαρκείας μέσα στη μικρή περιοχή. Και ξαφνικά ο Γιούτσος έκανε μία απίθανη ενέργεια, απέφυγε τον τερματοφύλακα και μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα. Ήταν ένα γκολ που άλλαξε την ιστορία, καθώς έβγαλε τον Ολυμπιακό από μια «πέτρινη» εξαετία και του έδωσε το πρώτο πρωτάθλημα από τη σύσταση της Α’ Εθνικής Κατηγορίας.


Η χρυσή εποχή του Ολυμπιακού και η πρόκριση στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ


Τα επόμενα χρόνια η επιθετική τριπλέτα Γιούτσος – Μποτίνος – Σιδέρης θα σκορπίσει τρόμο στο πέρασμά της, θα προσφέρει σπάνιο θέαμα υψηλής ποιότητας, θα αποδειχθεί μία ασταμάτητη μηχανή παραγωγής γκολ και θα γράψει τη δική της χρυσή σελίδα στην ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου.


Όταν αποχώρησε ο Γιώργος Σιδέρης, ο Γιούτσος έγινε ο ηγέτης και η «σημαία» του συλλόγου. Και ευτύχησε μαζί με τον Γιάννη Γκαϊτατζή να είναι οι μοναδικοί που έζησαν και τις δύο «χρυσές εποχές» της ομάδας, αυτή του Μάρτον Μπούκοβι τη δεκαετία του ‘60 και αυτή του Νίκου Γουλανδρή τη δεκαετία του ’70. Ο Γιούτσος αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο, καθώς παρέμεινε επί Γουλανδρή βασικό γρανάζι της θρυλικής ομάδας, που έσπασε όλα τα ρεκόρ.


Και ανάμεσα στα τόσα, πρόσφερε και μία ιστορική πρόκριση στην Ευρώπη. Το 1972 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ο Ολυμπιακός βρέθηκε αντιμέτωπος με την τότε πανίσχυρη Κάλιαρι, που είχε στις τάξεις της «αστέρια» όπως οι Ρίβα, Ντομενγκίνι, Τσέρα, Μαράσκι, Νένε και Αλμπερτόζι και πριν από ένα χρόνο είχε κατακτήσει το μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της.


Με γκολ του Γιούτσου και του Ιβ Τριαντάφυλλου, ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1 στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Και στη ρεβάνς μέσα στο καυτό «Σαν Ελία», ο Γιούτσος σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του, θα σημειώσει το γκολ της ιστορικής νίκης με 1-0, της πρώτης που πετύχαινε ελληνική ομάδα μέσα στην Ιταλία.


Η αποχώρηση από τον Ολυμπιακό και το κλείσιμο της καριέρας του στον Εθνικό


Στο τέλος της σεζόν του 1973-1974, ο 32χρονος άσος θα έρθει σε κόντρα με τον προπονητή Λάκη Πετρόπουλο και σε μία συμφωνία κυρίων με τον Νίκο Γουλανδρή θα αποχωρήσει σαν φίλος. Θα παραμείνει στον Πειραιά και θα φορέσει την κυανόλευκη φανέλα του Εθνικού από το 1974 έως το 1976 (43 εμφανίσεις, 2 γκολ), όποτε θα βάλει τέλος σε μια ένδοξη καριέρα.


Συνολικά αγωνίστηκε σε 499 επίσημα ματς και σημείωσε 211 γκολ. Από αυτά τα 101 στο πρωτάθλημα, που τον εντάσσουν στο «κλειστό κλαμπ» των ποδοσφαιριστών που έχουν σημειώσει περισσότερα από 100 γκολ στην Α’ Εθνική. Ανάμεσά τους και το «καρέ» που πέτυχε στις 21 Δεκεμβρίου 1969 στη νίκη με 4-2 επί της Παναχαϊκής. Με την Εθνική αγωνίστηκε σε 15 παιγνίδια και σημείωσε 6 γκολ.


Έχοντας ριζώσει στον Πειραιά θα γίνει ένας από τους στενούς συνεργάτες του Σωκράτη Κόκκαλη, όταν αυτός πρωτοανέλαβε την προεδρία του Ολυμπιακού. Άλλωστε συνδέονταν οι δυo τους με φιλία ετών. Μάλιστα το 1994, αν και δεν το ήθελε, βρέθηκε για ένα μήνα να εκτελεί και χρέη υπηρεσιακού προπονητή, όταν ο Κόκκαλης ζήτησε από αυτόν και από τον Σιδέρη ως γενικό αρχηγό, να «συμμαζέψουν» την κατάσταση στην ομάδα, μέχρι να προσληφθεί νέος προπονητής.


Ασχολήθηκε και με τα κοινά της πόλης, καθώς το 2006 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά, με τον συνδυασμό του Παναγιώτη Φασούλα.


Ο Νίκος Γιούτσος άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Νοεμβρίου 2023, στο νοσοκομείο «Μετροπόλιταν» του Νέου Φαλήρου,όπου νοσηλευόταν με αναπνευστικά προβλήματα.

Πηγή: www.sansimera.gr