Η αλήθεια πίσω από τη μάσκα του John Lennon.

Ο John Lennon υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές και εμβληματικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Η φωνή του, οι στίχοι του, η κιθάρα του, αλλά κυρίως η ψυχή του, άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στον πολιτισμό του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, πίσω από τη δημόσια εικόνα του επαναστάτη, του ειρηνιστή και του καλλιτέχνη που έμοιαζε να μην φοβάται τίποτα, υπήρχε ένας άνθρωπος ευάλωτος, γεμάτος ανασφάλειες και φόβους, που μόνο λίγοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν πραγματικά. Ένας από αυτούς ήταν ο Paul McCartney.

Η τραγουδοποιία για τον Lennon δεν ήταν απλώς ένα μέσο έκφρασης ή δημιουργίας. Ήταν το μοναδικό του καταφύγιο, το πνευματικό του όχημα για να αποκαλύψει συναισθήματα και σκέψεις που δεν μπορούσε να εκφράσει στην καθημερινότητά του. Όταν έπιανε το στυλό ή την κιθάρα, όλες οι άμυνες και οι μάσκες που φορούσε για να επιβιώσει στον δημόσιο βίο, κατέρρεαν. Εκεί, μέσα στους στίχους και τις μελωδίες, μπορούσε να είναι ειλικρινής, αληθινός, γυμνός από προσχήματα.

Παρά το γεγονός ότι συχνά φορούσε ένα προστατευτικό προσωπείο όταν βρισκόταν μπροστά στο κοινό ή τα μέσα ενημέρωσης, ο Paul McCartney ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στους οποίους ο Τον Lennon μπορούσε να ανοιχτεί πραγματικά.

Η σχέση τους ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της επαγγελματικής συνεργασίας. Ήταν μία αδελφική σχέση, σφυρηλατημένη μέσα από κοινές εμπειρίες, κοινούς πόνους και μία βαθιά, σχεδόν τηλεπαθητική κατανόηση.

Και οι δύο έχασαν τις μητέρες τους σε νεαρή ηλικία, μία τραυματική εμπειρία που τους σημάδεψε ανεξίτηλα και τους ένωσε με έναν δεσμό που λίγοι μπορούσαν να κατανοήσουν. Ο Lennon και ο McCartney δεν ήταν απλώς φίλοι ή συνεργάτες. Ήταν δύο ψυχές που είχαν βιώσει την ίδια απώλεια, τον ίδιο πόνο, και μπορούσαν να αναγνωρίσουν ο ένας στον άλλον τη σιωπηλή θλίψη που κουβαλούσαν.

Ο John Lennon, παρά το σχεδόν υπερφυσικό του ταλέντο στη σύνθεση, το τραγούδι και την κιθάρα, ήταν άνθρωπος. Και όπως κάθε άνθρωπος, είχε φόβους. Ένας από αυτούς, ίσως ο πιο βαθύς και σκοτεινός, ήταν ο φόβος της λήθης. Φοβόταν μήπως, όταν όλα τελειώσουν, δεν μείνει τίποτα. Μήπως ξεχαστεί. Μήπως, παρά τα επιτεύγματά του, καταλήξει ένα ξεχασμένο απομεινάρι του παρελθόντος.

Παρόλο που ποτέ δεν θα παραδεχόταν δημόσια ότι τον απασχολούσε η υστεροφημία του, και προτιμούσε να δείχνει αδιάφορος, η αλήθεια ήταν διαφορετική. Μέσα του, νοιαζόταν βαθιά για το πώς θα τον θυμούνται. Και σε μία σπάνια στιγμή ειλικρίνειας, άφησε αυτή την ανασφάλεια να φανεί μπροστά στον μοναδικό άνθρωπο που ένιωθε πως μπορούσε να τον καταλάβει.

Ο Paul McCartney, σε μία συγκινητική συνέντευξή του στην εκπομπή «60 Minutes» του CBS, αποκάλυψε αυτή τη στιγμή: «Θυμάμαι ότι ο John ήταν λίγο ανασφαλής. Και θυμάμαι μία φορά, ιδιαίτερα, περιέργως, ξαφνικά, να λέει: “Ανησυχώ για το πώς θα με θυμούνται.”»

Η δήλωση αυτή αιφνιδίασε τον McCartney, που ένιωσε την ανάγκη να τον καθησυχάσει. Συνέχισε λέγοντας: «“John, άκουσέ με, κοίτα με. Θα σε θυμούνται ως έναν από τους σπουδαιότερους ανθρώπους.” Συγκινούμαι. Είπα… “Γιατί είσαι, είσαι φανταστικός.”»

Αυτή η εξομολόγηση αποκαλύπτει μία πλευρά του John Lennon που σπάνια ερχόταν στο φως. Ο κόσμος τον έβλεπε ως έναν ελεύθερο πνεύμα, έναν άνθρωπο που δεν τον ένοιαζε τι σκέφτονταν οι άλλοι. Όμως, στο βάθος, υπήρχε μία ψυχή που διψούσε για αναγνώριση, όχι από το πλήθος, αλλά από εκείνους που πραγματικά μετρούσαν. Ήθελε να αφήσει κάτι πίσω του, κάτι αληθινό, κάτι που να αντέξει στον χρόνο.

Η εσωτερική του πάλη δεν περιοριζόταν μόνο στη μουσική ή στη φήμη. Ο Lennon κουβαλούσε και τύψεις. Δεν ήταν τέλειος. Είχε κάνει λάθη, και κάποια από αυτά ήταν σοβαρά.

Η βίαιη συμπεριφορά του προς την πρώτη του σύζυγο, Cynthia, ήταν μία σκοτεινή σελίδα της ζωής του, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του ειρηνιστή που προωθούσε αργότερα. Ήταν, όμως, ειλικρινής με τον εαυτό του. Δεν προσποιούνταν πως ήταν άγιος. Ήξερε τα λάθη του, τα κουβαλούσε, και ίσως αυτά να ήταν που τον έκαναν να αμφιβάλλει για την υστεροφημία του.

Στις συνεντεύξεις του, συχνά ήταν ο πιο σκληρός κριτής του εαυτού του. Δεν δίσταζε να χαρακτηρίσει τραγούδια των Beatles ως «σκουπίδια». Ίσως, όμως, αυτό να ήταν ένας μηχανισμός άμυνας. Αν τα υποβάθμιζε πρώτος εκείνος, δεν θα μπορούσε να τον πληγώσει η κριτική των άλλων. Ήταν ένας τρόπος να κρατήσει τον έλεγχο, να προστατευτεί από την απόρριψη.

Η αποκάλυψη του McCartney ρίχνει φως σε αυτή την εσωτερική μάχη. Ο Lennon ήταν ένας άνθρωπος που πάλευε με τους δαίμονές του, που αναζητούσε την αλήθεια μέσα από την τέχνη του, που ήθελε να αγαπηθεί όχι για τη φήμη του, αλλά για αυτό που πραγματικά ήταν.

Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πιο ανθρώπινο στοιχείο του John Lennon. Ότι πίσω από τη φήμη, τις επαναστατικές δηλώσεις, τα τραγούδια που άλλαξαν τον κόσμο, υπήρχε ένας άντρας που απλώς ήθελε να αφήσει κάτι όμορφο πίσω του. Και το κατάφερε.

Γιατί σήμερα, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, δεν είναι απλώς ένας θρύλος. Είναι μία φωνή που συνεχίζει να μιλάει στις καρδιές μας. Ένας άνθρωπος που, παρά τους φόβους του, δεν ξεχάστηκε. Και δεν θα ξεχαστεί ποτέ.

Πηγή: postmelody.gr