Ο δικαστικής έκρινε ότι η βοηθός του R. Kelly ενέταξε εθελοντικά τον εαυτό της στον δημόσιο διάλογο.

Ένας ομοσπονδιακός δικαστής απέρριψε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση που είχε καταθέσει η πρώην βοηθός του R. Kelly, Diana Copeland, εναντίον του Netflix και του Lifetime, σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάστηκε στο ντοκιμαντέρ «Surviving R. Kelly».

Ο δικαστής έκρινε ότι τα δύο δίκτυα προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένες Πολιτείες.

Στην αγωγή της, η Diana Copeland, η οποία εργάστηκε για τον R. Kelly επί περισσότερο από μία δεκαετία, ισχυριζόταν ότι η σειρά ντοκιμαντέρ «την παρουσιάζει με σκοτεινό και συκοφαντικό τρόπο», περιλαμβανομένων ψευδών υπονοούμενων ότι βοήθησε τον πλέον καταδικασμένο τραγουδιστή να εκμεταλλεύεται νεαρές γυναίκες.

Ωστόσο, σε απόφαση που εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα, ο δικαστής Stephanos Bibas έκρινε ότι η Diana Copeland δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον «υψηλό πήχη» που απαιτείται για την κατάθεση αγωγών για δυσφήμιση σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

«Η Πρώτη Τροπολογία απαιτεί “επαρκή χώρο ελευθερίας” για την ανεμπόδιστη ροή ιδεών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα και ζητήματα που προκαλούν δημόσια αντιπαράθεση», έγραψε στο σκεπτικό της απόφασής του.

Ο δικαστής απέρριψε την αγωγή, αλλά έδωσε στην Copeland τη δυνατότητα να καταθέσει εκ νέου μία αναθεωρημένη εκδοχή της.

Σε δήλωση προς το Billboard, ο δικηγόρος της ανέφερε ότι θα το πράξει με επιτυχία: «Στον νέο αυτό κόσμο του streaming, πλατφόρμες όπως το Netflix και οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ πρέπει να λογοδοτούν για οποιαδήποτε ζημιά προκαλούν σε ανθρώπους μέσω συκοφαντικού περιεχομένου».

Η σειρά ντοκιμαντέρ «Surviving R. Kelly», που προβλήθηκε στις αρχές του 2019 σε έξι επεισόδια, συνέβαλε στο να επανέλθουν στο προσκήνιο οι μακροχρόνιες κατηγορίες για κακοποίηση εναντίον του R. Kelly.

Αργότερα, την ίδια χρονιά, ο τραγουδιστής κατηγορήθηκε από ομοσπονδιακούς εισαγγελείς για σωρεία ποινικών αδικημάτων, με αποτέλεσμα την καταδίκη του για διάπραξη οργανωμένου εγκλήματος, εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική σκοπό και παιδική πορνογραφία, καθώς και την επιβολή πολυετών ποινών φυλάκισης.

Η Diana Copeland κατέθεσε την αγωγή της πέρυσι, με τους δικηγόρους της να υποστηρίζουν ότι επεισόδια του ντοκιμαντέρ του Lifetime, το οποίο αργότερα προστέθηκε στον κατάλογο του Netflix, «παρουσιάζουν την κα Copeland ως συνεργό και συνεργάτιδα του κ. Kelly στη θυματοποίηση παιδιών και νεαρών γυναικών».

Ωστόσο, στην απόφαση που απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς, ο δικαστής Bibas έκρινε ότι η Copeland θεωρείται δημόσιο πρόσωπο —μία ιδιότητα που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη νίκη σε αγωγή για δυσφήμιση.

Σύμφωνα με ιστορικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, κάποιος όπως η Diana Copeland πρέπει να αποδείξει ότι το Lifetime ενήργησε με «πραγματική κακία», δηλαδή ότι το τηλεοπτικό δίκτυο είτε γνώριζε ότι οι ισχυρισμοί του ήταν ψευδείς είτε ενήργησε με απερίσκεπτη αδιαφορία για την αλήθεια.

Αυτό το δύσκολο να επιτευχθεί κριτήριο έχει σχεδιαστεί για να αποτρέπει κυβερνητικούς αξιωματούχους, επιχειρηματίες και άλλα ισχυρά πρόσωπα από το να καταχρώνται τις αγωγές για δυσφήμιση προκειμένου να φιμώσουν την ελευθερία του λόγου.

Η Diana Copeland υποστήριξε ότι δεν είναι διασημότητα και ότι απλώς επιθυμούσε να «ζει μία ιδιωτική ζωή», παρά την εργασία της για τον R. Kelly.

Ωστόσο, ο δικαστής Stephanos Bibas επισήμανε ότι είχε εμφανιστεί στην εκπομπή “Good Morning America” για να συζητήσει τις κατηγορίες και να υπερασπιστεί τη συμπεριφορά της.

«Με το να εμφανιστεί σε εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο για να συζητήσει τον Kelly, η Copeland ενέταξε εθελοντικά τον εαυτό της στον δημόσιο διάλογο [και] προσκάλεσε τη δημόσια προσοχή, σχόλια και κριτική», σημείωσε.

Ως δημόσιο πρόσωπο, ο δικαστής έκρινε ότι η αγωγή της Diana Copeland θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μόνο αν αποδείκνυε «πραγματική κακία» —κάτι που, όπως είπε, δεν κατάφερε να κάνει στα έγγραφα που κατέθεσε.

«Το κριτήριο της πραγματικής κακίας προστατεύει τους εκδότες από την ευθύνη για λάθη, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα αποζημίωσης για δυσφήμιση όταν ο εκδότης γνώριζε ότι δημοσίευε ψευδή στοιχεία ή αγνόησε σκόπιμα την αλήθεια», εξήγησε ο δικαστής.

«Η Copeland δεν καταφέρνει να ξεπεράσει αυτόν τον υψηλό πήχη. Η αγωγή περιλαμβάνει μόνο συμπεράσματα και εικασίες για κακή πρόθεση, όχι ισχυρισμούς για πραγματική κακία», συνέχισε.

Για παρόμοιους λόγους, ο δικαστής απέρριψε και άλλους ισχυρισμούς της αγωγής, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών ότι το ντοκιμαντέρ προκάλεσε συναισθηματική δυσφορία και έκανε κακή χρήση του ονόματος και της εικόνας της.

Ωστόσο, η απόφαση εκδόθηκε με επιφύλαξη, που σημαίνει ότι η Diana Copeland μπορεί να καταθέσει εκ νέου την αγωγή της με αλλαγές, σε μία προσπάθεια να διορθώσει τα προβλήματα που εντόπισε ο δικαστής Stephanos Bibas: «Ίσως η Copeland να μπορέσει να διορθώσει αυτά τα ελαττωματικά σημεία», σημείωσε.

Πηγή: postmelody.gr